- μηχανόβιος
- -α, -ο- φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανόβιος — ο άτομο που ασχολείται με τις μοτοσικλέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
δασμόβιος — α, ο (για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δασόβιος — α, ο (για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek